ευμορφοπροσωπάτος

ευμορφοπροσωπάτος
εὐμορφοπροσωπάτος, -η, -ον και ἐμορφοπροσωπᾱτος, -η, -ον (Μ)
αυτός που έχει ωραίο πρόσωπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευμορφοπρόσωπος (< εύμορφος + πρόσωπον) + κατάλ. -άτος*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”